αργόμισθος

αργόμισθος
ο
αυτός που παίρνει μισθό χωρίς να προσφέρει ανάλογη υπηρεσία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αργός (ΙΙ) + -μισθος < μισθός. Η λ. μαρτυρείται από το 1892 στην εφημερίδα Άστυ].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • αργόμισθος — η, ο αυτός που παίρνει από κάπου μισθό χωρίς να εργάζεται: Λέγανε πως ήταν αργόμισθος στη δημαρχία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αργομισθία — η 1. μισθοδοσία χωρίς να προσφέρεται υπηρεσία 2. ο μισθός τον οποίο παίρνει ο αργόμισθος. [ΕΤΥΜΟΛ. < αργόμισθος. Η λ. μαρτυρείται από το 1897 στο Ελληνογαλλικό Λεξικό του Άγγελου Βλάχου] …   Dictionary of Greek

  • αργός — I Πόλη (υψόμ. 40 μ., 24.239 κάτ.), του νομού Αργολίδος, έδρα του ομώνυμου δήμου. Χτισμένο στη θέση της αρχαίας πόλης, διατήρησε το ίδιο όνομα από πανάρχαια χρόνια. Σήμερα είναι ανεπτυγμένο εμπορικό και βιομηχανικό κέντρο με ωραία ρυμοτομία.… …   Dictionary of Greek

  • γρεντής — και γρετής και εγρετής, ο προσωρινός, έκτακτος, αργόμισθος. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. eğreti ή igreti «προσωρινός, έκτακτος» (πρβλ. γρετίδικος)] …   Dictionary of Greek

  • μισθός — Όρος που χρησιμοποιείται στην οικονομική γλώσσα για τον χαρακτηρισμό της αμοιβής της εξαρτημένης εργασίας. Με την έννοια αυτή ο όρος έχει ευρύτερη σημασία από αυτήν με την οποία χρησιμοποιείται στην κοινή γλώσσα. Πράγματι, περιλαμβάνει, εκτός από …   Dictionary of Greek

  • αργομισθία — η το να είναι κανείς αργόμισθος (βλ. λ.), η θέση και ο μισθός του αργόμισθου: Ζητούσε από το νέο δήμαρχο όχι δουλειά, αλλά αργομισθία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”